
Από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα τα καρναβάλια ξεκινούν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς και κορυφώνονται την Καθαρά Δευτέρα. Παλιότερα, τον εορταστικό τόνο έδιναν οι παρέες των γλεντιστών που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους, οι «μ[ου]τσούνες», ή «κουδουνάτοι», που γύριζαν τα απογεύματα και τα βράδια στις γειτονιές και στα κουϊτούκια, τραγουδώντας «αδιάντροπα» (άσεμνα) και σκωπτικά τραγούδια. Τα πειράγματα που αυτοσχεδίαζαν (συνήθως επί τόπου) οι γλεντιστές στιχοπλόκοι ακούγονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του τριωδίου. Σύμφωνα με τον Στρατή Κολαξιζέλη, οργανώνονταν γλέντια και στα σπίτια, ιδίως το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στα οποία συμμετείχαν φιλικές και συγγενικές οικογένειες. Την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, το αποκριάτικο γλέντι κορυφωνόταν, επικεντρωμένο συνήθως στην Πλατεία της Άνω Αγοράς. Οι μεταμφιεσμένοι «καρνάβαλοι», «μουτζουρωμένοι» (σύμφωνα με το παλλεσβιακό αποκριάτικο έθιμο που επιτάσσει την επίθεση μαύρου σταυρού, ή έστω χρίσματος από το «φούμο» της σόμπας, στο μέτωπο, ή στις παρειές του γλεντιστή), «συνέχιζον τας οργιώδεις διασκεδάσεις ψάλλοντες και την ημέραν τα άσεμνα ποιήματα», όπως το «Πως το τρίβουν το πιπέρι», κ. ά. Παράλληλα τραγουδούσαν και ορισμένα «αφηγηματικά» αποκριάτικα τραγούδια, που είναι παλλεσβιακά γνωστά, όπως η «Μηλίτσα». Ορισμένα απ’ αυτά, όπως το τραγούδι «του Διάκου», ή η «Σούσα», προσέλαβαν σταδιακά (και) αλυτρωτική διάσταση κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, αφού την επιτέλεσή τους ανελάμβαναν φουστανελλοφόροι με περικεφαλαίες, που κρατούσαν και επεδείκνυαν γυμνά σπαθιά, ή άλλα «άρματα».